- βραχύσωμος
- -η, -οκοντόσωμος, κοντός: Τα σκοτσέζικα πόνι είναι βραχύσωμα άλογα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχύσωμος — η, ο χαμηλού αναστήματος, κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύ ς + σωμος < σώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
βραχυσώματος — βραχυσώματος, ον (Α) ο βραχύσωμος … Dictionary of Greek
κοντοστούμπης — α, ικο πολύ κοντός, βραχύσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + στούμπος «κόπανος»] … Dictionary of Greek
κοντόκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό κορμό, βραχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) (< κορμός), πρβλ. λυγερό κορμος, υψί κορμος] … Dictionary of Greek
ολόκοντος — η, ο πάρα πολύ κοντός, βραχύσωμος. επίρρ... ολόκοντα πολύ κοντά, πλησιέστατα … Dictionary of Greek
σπιθαμιαίος — α, ο / σπιθαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής νεοελλ. μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δακτυλ ιαίος)] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Τσοπανάκος — (1789 – 1825). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο ποιητής του Αγώνα Παναγιώτης Κάλλας. Καταγόταν από τη Δημητσάνα, φοίτησε στην περίφημη σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας, εξαιτίας όμως της ασθενικής του κράσης αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές… … Dictionary of Greek